συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένες ταλαντώσεις — Η κίνηση ενός συστήματος, ικανού να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση, όταν επιδράσει σε αυτό μία εξωτερική περιοδική δύναμη. Οι ταλαντώσεις που παράγονται με αυτό τον τρόπο έχουν τη συχνότητα της εξωτερικής δύναμης και όχι τη φυσική συχνότητα… … Dictionary of Greek
ιδιοπερίοδος — Η περίοδος της αρμονικής ταλάντωσης ενός σώματος που εκτελεί ελεύθερη ταλάντωση, δηλαδή ταλαντώνεται χωρίς συνεχή εξωτερική δύναμη διέγερσης και με μηδενική απόσβεση. Η ι. αποτελεί χαρακτηριστικό του συστήματος και είναι αντίστροφο μέγεθος προς… … Dictionary of Greek
δόνηση — Περιοδική παλμική κίνηση υψηλής συχνότητας ενός σώματος. Για μικρές συχνότητες προτιμάται ο όρος ταλάντωση. Όταν ένα σώμα δονείται, στην ιδιοσυχνότητά του υπάρχουν ελεύθερες δ. Για να διατηρηθούν οι δ. αυτές και οι κυμάνσεις που προκαλούνται στο… … Dictionary of Greek
ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία … Dictionary of Greek
ελεύθερη ταλάντωση — Η ταλάντωση που αρχίζει να εκτελεί ένα μηχανικό σύστημα που μπορεί να ταλαντωθεί, αν απομακρυνθεί από τη θέση ηρεμίας του. Η ταλάντωση αυτή εκτελείται γύρω από τη θέση ηρεμίας, με μια συχνότητα χαρακτηριστική του συστήματος, που ονομάζεται φυσική … Dictionary of Greek